ἐπαινεῖ — ἐπαινέω approve pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπαινέω approve pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπαινέω approve pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπαινέω approve pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Bias von Priene — Bias von Priene, moderne Reproduktion eines römischen Hermesbildnisses, das im Landhaus des Cassius in Tibur mit Bildern der restlichen sieben Weisen im Jahr 1780 gefunden wurde. Bias von Priene griech. Βίας ὁ Πριηνεύς, (* um 590 v. Chr.; † um… … Deutsch Wikipedia
άστυλος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κένταυρος που προσπάθησε μάταια να πείσει τους αδελφούς του να μην πολεμήσουν εναντίον των Λαπιθών. 2. Πυθαγόρειος φιλόσοφος που τον αναφέρει ο Ιάμβλιχος. 3. Αυλητής Κροτωνιάτης (5ος αι. π.Χ.),… … Dictionary of Greek
έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
αλληλοέπαινος — ο το να επαινεί ο ένας τον άλλον, ο αμοιβαίος έπαινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + έπαινος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλ(ο)επαινούμαι] … Dictionary of Greek
αυτοέπαινος — ο (Μ αὐτοέπαινος, ον το ουδ. και ως ουσ.) το να επαινεί κανείς τον εαυτό του … Dictionary of Greek
επαινέτης — ἐπαινέτης, ο (θηλ. ις) (AM) [επαινώ] 1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.) 2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.) 3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης… … Dictionary of Greek
επαινετής — ἐπαινετής, ο (Μ) αυτός που επαινεί κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
επαινετικός — ή, ό (AM ἐπαινετικός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται για έπαινο 2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια») … Dictionary of Greek